[Seite 1357] ὁ, der mit Röcken handelt, Gloss.
χῐτωνοπώλης: -ου, ὁ, ὁ πωλῶν χιτῶνας, Γλωσσ.
ὁ, ΜΑέμπορος χιτώνων.[ΕΤΥΜΟΛ. < χιτών, -ῶνος + -πώλης].