χλιερός

English (LSJ)

χλιερή, χλιερόν, Ion. for χλιαρός: also Adv. χλιηρῶς, Hp.Mul.1.78; cf. χλιαρός.

German (Pape)

[Seite 1359] ion. statt χλιαρός, Cratin. bei Ath. 385 d.

Greek (Liddell-Scott)

χλιερός: -ή, -όν, Ἰων. ἀντὶ χλιαρός, ὃ ἴδε˙ τὸ δὲ χλιηρὸς παρ’ Ἱππ. εἶναι ἐφθαρμένον.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
ιων. τ. βλ. χλιαρός.