χλομάδα

Greek Monolingual

και παλ. γρφ. χλωμάδα, η, Ν
η ιδιότητα του χλομού, ωχρότητα, κιτρινάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χλομός / χλωμός + κατάλ. -άδα (πρβλ. νοστιμάδα)].