χλωρίδιο
Greek Monolingual
το, Ν
χημ. περιληπτική ονομασία τών χλωριούχων ανόργανων ενώσεων, που είναι άλατα του υδροχλωρικού οξέος, όπως και τών χλωριούχων οργανικών ενώσεων, που είναι χλωροπαράγωγα τών υδρογονανθράκων ή τών καρβονικών οξέων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. chloride. Η λ., στον λόγιο τ. χλωρίδιον, μαρτυρείται από το 1849 στον Τ. Ε. Δρακούλη].