χλωρότητα

Greek Monolingual

η / χλωρότης, -ητος, ΝΜΑ χλωρός
η ιδιότητα του χλωρού
αρχ.
1. ωχρότητα, κιτρινάδα
2. φρεσκάδα
3. το ωχρό χρώμα που παίρνει ο χρυσός όταν αναμιγνύεται με άργυρο.