χοίρα

English (LSJ)

ἡ, fem. of χοῖρος, sow, Orph.Fr.49.41,117.

Greek Monolingual

ἡ, Α
θηλ. του χοίρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος, κατά τα θηλ. σε -].