χοεῖον

English (LSJ)

τό, = παχὺ ἔντερον (i.e. f.l. for χόριον), Suid.

Greek (Liddell-Scott)

χοεῖον: τό, παρὰ Σουΐδ. εἶναι πιθανῶς ἐφθαρμένον ἀντὶ χόριον ΙΙ. 2.

Greek Monolingual

τὸ, Α
(κατά το λεξ. Σούδα) πιθ. «παχὺ ἔντερον».