χοιροκομείο

Greek Monolingual

το / χοιροκομεῖον, ΝΑ
χώρος εκτροφής χοίρων, χοιροστάσιο
αρχ.
1. πάσσαλος στον οποίο δένονται οι χοίροι
2. επίδεσμος γυναικείου αιδοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + -κομεῖον (< -κόμος < κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. νοσο-κομεῖον, ὀρνιθο-κομεῖον].