χοιροπώλας

German (Pape)

[Seite 1362] ὁ, Schweinehändler, dor. χοιροπώλας, Ar. Ach. 783; Poll. 7, 187.

French (Bailly abrégé)

α (ὁ) :
marchand de cochons.
Étymologie: χοῖρος, πωλέω.

Russian (Dvoretsky)

χοιροπώλης: ου, дор. χοιροπώλας, ᾱ ὁ торговец свиньями Arph.

Greek (Liddell-Scott)

χοιροπώλης: Δωρ. ας, α, ὁ πωλῶν χοίρους, χοιροπώλας Μεγαρικὸς Ἀριστοφ. Ἀχ. 818, Ἀποσπ. 485.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, και δωρ. τ. χοιροπώλας Α
πωλητής χοίρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + -πώλης].

Greek Monotonic

χοιροπώλης: Δωρ. χοιροπώλας, -α, ὁ (πωλέομαι), αυτός που πουλάει χοίρους, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

πωλέομαι
a pig-jobber, Ar.