χοληφόρος

Greek Monolingual

-α, -ο, θηλ. και -ος, Ν
1. αυτός που παροχετεύει τη χολή, χολαγωγός
2. φρ. α) «χοληφόρα τριχοειδή σωληνάρια»
ανατ. λεπτότατα τριχοειδή σωληνάρια που αποτελούν πυκνότατο πλέγμα διά μέσου τών κυττάρων τών λοβίων και αποκομίζουν τη χολή που εκκρίνεται από αυτά
β) «χοληφόροι πόροι»
ανατ. αγγεία που διακλαδίζονται δια μέσου τών ηπατικών λοβίων
γ) «χοληφόρες οδοί»
ανατ. το σύστημα τών εκφορητικών πόρων του ήπατος μαζί με τη χοληδόχο κύστη, διά μέσου τών οποίων οδηγείται η χολή στο έντερο
δ) «χοληφόρο σύστημα»
ανατ. το σύνολο τών χοληφόρων οδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χολή + -φόρος].