χορδάριον

English (LSJ)

[ᾰ], τό, Dim. of χορδή, Alex.132 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1364] τό, dim. von χορδή, Alexis bei Ath. III, 95 a.

Greek (Liddell-Scott)

χορδάριον: [ᾰ], τό, ὑποκορ. τοῦ χορδή, χορδαρίου τόμος ἦκεν καὶ περικομμάτιον Ἄλεξις ἐν «Λευκαδίᾳ» 1.

Greek Monolingual

τὸ, Α
υποκορ. τ. του χορδή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χορδή + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. παιδάριον)].