χορηγητήρ

Greek (Liddell-Scott)

χορηγητήρ: ῆρος, ὁ, ὁ χορηγῶν, παρέχων, δοτήρ, ἐπὶ τοῦ θεοῦ, σύ, πάτερ, σύ, χορηγητήρ, ἐπάκουσον Χρησμ. Σιβ. 7. 90.

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, Α
(για τον θεό) χορηγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χορηγῶ + κατάλ. -τήρ (πρβλ. οἰκητήρ)].