ἡ, green crops grown for fodder, PTeb.61 (a).192, al. (ii B. C.), POxy.918 xi 10 (ii A. D.).
η, ΝΜΑχόρτο με το οποίο τρέφονται τα ζώααρχ.βοσκότοπος, λιβάδι.[ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + νομή (< νέμω), πρβλ. χερσονομή.