χορτοπράτης

English (LSJ)

[ᾱ], ου, ὁ, hay-dealer, Stud.Pal.10.251.9 (vi A. D.).

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ
χορτοπώλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + -πράτης (< πιπράσκω «πουλώ»), πρβλ. οἰνοπράτης.