χορτόσπερμον

English (LSJ)

τό, grass-seed, PLond.3.1171.55 (i A. D.), POxy. 533.7 (ii/iii A. D.), Glossaria.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ
ο σπόρος του χόρτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + -σπερμον (< σπέρμα), πρβλ. λαχανόσπερμον].