χρεοκοπία
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
banqueroute.
Étymologie: χρεοκοπέω.
Greek Monolingual
η, ΝΑ
βλ. χρεωκοπία.
German (Pape)
schlechtere Form für χρεωκοπία.
ας (ἡ) :
banqueroute.
Étymologie: χρεοκοπέω.
η, ΝΑ
βλ. χρεωκοπία.
schlechtere Form für χρεωκοπία.