χρεοκοπέω

From LSJ

Κούφως φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Fiet levis fortuna, si leviter feras → Leicht muss man tragen das bestehende Geschick

Menander, Monostichoi, 280

German (Pape)

[Seite 1371] χρεοκοπία, χρεοκοπίδης, χρεοκόπος, schlechtere Formen für χρεωκοπέω, χρεωκοπία, χρεωκοπίδης, χρεωκόπος.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
faire banqueroute ; tromper, duper.
Étymologie: χρέος, κόπτω.

Greek Monolingual

χρεωκοπώ και χρεοκοπώ / χρεωκοπῶ και χρεοκοπῶ, χρεοκοπέω, ΝΑ χρεωκόπος
νεοελλ.
1. αδυνατώ να εκπληρώσω τις οικονομικές μου υποχρεώσεις, να πληρώσω τα χρέη μου, κηρύσσω πτώχευση
2. μτφ. εκπίπτω ηθικώς, χάνω την ισχύ και το κύρος μου, αποτυγχάνω, φαλίρω («πέτυχε ως σύζυγος αλλά χρεωκόπησε ως πατέρας»)
αρχ.
1. διαγράφω τα χρέη μου χωρίς να τά έχω πληρώσει
2. μτφ. α) παρακρατώ, κατακρατώ κάτι με δόλιο τρόπο
β) μειώνω κάτι στο ελάχιστο
3. παθ. χρεωκοποῦμαι, χρεωκοπέομαι
α) μέ εξαπατούν ή μέ κλέβουν
β) απογοητεύομαι.