χρεωκοπία

From LSJ

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρεωκοπία Medium diacritics: χρεωκοπία Low diacritics: χρεωκοπία Capitals: ΧΡΕΩΚΟΠΙΑ
Transliteration A: chreōkopía Transliteration B: chreōkopia Transliteration C: chreokopia Beta Code: xrewkopi/a

English (LSJ)

ἡ, cancelling of debts, D.H.5.67, D.S.29.33.

German (Pape)

[Seite 1371] ἡ, das Aufheben, Unbezahltlassen der Schuldforderungen, wie die bekannte σεισάχθεια des Solon in Athen, Plut. Sol. 15 D. Hal. 5, 67.

Russian (Dvoretsky)

χρεωκοπία:уменьшение задолженности Polyb., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

χρεωκοπία: ἡ, ἡ διαγραφὴ τῶν χρεῶν ἄνευ πληρωμῆς, Πολυβ. Ἀποσπ. Ἱστορ. 68, Διονύσ. Ἁλ. 5. 67· ― τοιοῦτο μέρος ἦτο καὶ ἡ τοῦ Σόλωνος σεισάχθεια, καλουμένη χρεῶν ἀποκοπὴ παρὰ Πλουτ. ἐν Σόλ. 15.

Greek Monolingual

και χρεοκοπία, η, ΝΑ χρεωκόπος
νεοελλ.
1. αδυναμία εκπλήρωσης οικονομικών υποχρεώσεων, αδυναμία πληρωμής χρεών, κν. φαλίρισμα, φαλιμέντο
2. (νομ.) η αξιόποινη πτώχευση, που διακρίνεται σε απλή και σε δόλια, ανάλογα με τον βαθμό υπαιτιότητας του δράστη
3. μτφ. απώλεια ισχύος και κύρους, αποτυχία («η χρεωκοπία της οικονομικής πολιτικής είναι πλέον ολοφάνερη»)
4. φρ. «κρατική χρεωκοπία»
(οικον.) η αδυναμία του κράτους να ανταποκριθεί στις οικονομικές του υποχρεώσεις τόσο προς το εσωτερικό, αλλά, κυρίως, προς το εξωτερικό
αρχ.
διαγραφή, απαλειφή χρεών χωρίς να έχει προηγηθεί η πληρωμή τους.