χρεωκοπία

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρεωκοπία Medium diacritics: χρεωκοπία Low diacritics: χρεωκοπία Capitals: ΧΡΕΩΚΟΠΙΑ
Transliteration A: chreōkopía Transliteration B: chreōkopia Transliteration C: chreokopia Beta Code: xrewkopi/a

English (LSJ)

ἡ, cancelling of debts, D.H.5.67, D.S.29.33.

German (Pape)

[Seite 1371] ἡ, das Aufheben, Unbezahltlassen der Schuldforderungen, wie die bekannte σεισάχθεια des Solon in Athen, Plut. Sol. 15 D. Hal. 5, 67.

Russian (Dvoretsky)

χρεωκοπία:уменьшение задолженности Polyb., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

χρεωκοπία: ἡ, ἡ διαγραφὴ τῶν χρεῶν ἄνευ πληρωμῆς, Πολυβ. Ἀποσπ. Ἱστορ. 68, Διονύσ. Ἁλ. 5. 67· ― τοιοῦτο μέρος ἦτο καὶ ἡ τοῦ Σόλωνος σεισάχθεια, καλουμένη χρεῶν ἀποκοπὴ παρὰ Πλουτ. ἐν Σόλ. 15.

Greek Monolingual

και χρεοκοπία, η, ΝΑ χρεωκόπος
νεοελλ.
1. αδυναμία εκπλήρωσης οικονομικών υποχρεώσεων, αδυναμία πληρωμής χρεών, κν. φαλίρισμα, φαλιμέντο
2. (νομ.) η αξιόποινη πτώχευση, που διακρίνεται σε απλή και σε δόλια, ανάλογα με τον βαθμό υπαιτιότητας του δράστη
3. μτφ. απώλεια ισχύος και κύρους, αποτυχία («η χρεωκοπία της οικονομικής πολιτικής είναι πλέον ολοφάνερη»)
4. φρ. «κρατική χρεωκοπία»
(οικον.) η αδυναμία του κράτους να ανταποκριθεί στις οικονομικές του υποχρεώσεις τόσο προς το εσωτερικό, αλλά, κυρίως, προς το εξωτερικό
αρχ.
διαγραφή, απαλειφή χρεών χωρίς να έχει προηγηθεί η πληρωμή τους.