χρηματοδότηση

Greek Monolingual

η, Ν χρηματοδοτώ
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του χρηματοδοτώ
2. φρ. «χρηματοδότηση επιχειρήσεων» — το σύνολο τών ενεργειών με τις οποίες ρυθμίζεται ο εφοδιασμός τών επιχειρήσεων σε κεφάλαια.