χρηματοφύλαξ
English (LSJ)
[ῠ], ᾰκος, ὁ, = Lat.
A praefectus aerarii, Vett.Val.38.34.
German (Pape)
[Seite 1374] ακος, ὁ, Schatzwächter, Schol. Aesch. Pers. 1.
Greek Monolingual
-ακος, ὁ, Α
υπάλληλος επιφορτισμένος με τη φύλαξη τών χρημάτων του δημόσιου ταμείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρῆμα, χρήματος + φύλαξ.