χρονίσκος

English (LSJ)

ὁ, Dim. of χρόνος, a short time, LXX 2 Ma.11.1; dub. cj. for Κρονίσκοι in Gal.Libr.Propr.12.

Greek Monolingual

ὁ, Α
υποκορ. μικρό χρονικό διάστημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρόνος + υποκορ. κατάλ. -ίσκος].