-α, -ο, Ναυτός που απαιτεί πολύ χρόνο, αυτός για τον οποίο καταναλίσκεται πολύς χρόνος (α. «χρονοβόρα εργασία» β. «χρονοβόρο έργο»).[ΕΤΥΜΟΛ. < χρόνος + -βόρος (< βορά «τροφή»), πρβλ. σαρκοβόρος].