χρονοβόρος

Greek Monolingual

-α, -ο, Ν
αυτός που απαιτεί πολύ χρόνο, αυτός για τον οποίο καταναλίσκεται πολύς χρόνος (α. «χρονοβόρα εργασία» β. «χρονοβόρο έργο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρόνος + -βόρος (< βορά «τροφή»), πρβλ. σαρκοβόρος].