χρονοκράτωρ
English (LSJ)
-ορος, ὁ, chronocrator, dominant celestial body, heavenly body dominant for a specified period, Ptol.Tetr. 209.
German (Pape)
[Seite 1378] ορος, ὁ, der Zeitherrscher, astrol. Ausdruck, Ptolem.
Greek (Liddell-Scott)
χρονοκράτωρ: [ᾰ], -ορος, ὁ, ὁ δεσπόζων τοῦ χρόνου, χρονάρχης, ὅρος ἀστρολογικὸς. Πρόκλ. Παράφρ. Πτολεμ. σ. 290. - ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 120.
Greek Monolingual
-ορος, ὁ, Α
αστρολ. ουράνιο σώμα που κυριαρχεί σε ορισμένη χρονική περίοδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρόνος + -κράτωρ (βλ. λ. αυτοκράτωρ)].