το, Ναρχείο («η υπόθεση μπήκε στο χρονοντούλαπο» — η υπόθεση έκλεισε, έληξε για πάντα).[ΕΤΥΜΟΛ. < χρόνος + ντουλάπι. Η λ., στον λόγιο τ. του πληθ. χρονοδούλαπα, μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εφημερίς].