χρονοσκόπιο

Greek Monolingual

το, Ν
μετρολ. όργανο με το οποίο μετρούνται με ακρίβεια πάρα πολύ μικρά χρονικά διαστήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chronoscope < χρόνος + -σκόπιο (< -σκόπος < σκοπός < σκέπτομαι). Η λ., στον πληθ. χρονοσκόπια, μαρτυρείται από το 1870 στον Γρηγ. Χαντσερή].