χρυσάνθεμο
Greek Monolingual
το / χρυσάνθεμον, ΝΜΑ
νεοελλ.
βοτ. γένος ποωδών φυτών της οικογένειας σύνθετα, του οποίου πολλά είδη καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά
μσν.-αρχ.
1. το φυτό βατράχιο
2. το φυτό ελίχρυσο
3. το φυτό χαλκάς
4. το φυτό χρυσοκόμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + ἄνθεμον «λουλούδι». Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. λατ. chrysanthemum) και στη συνέχεια οι νεώτερες γλώσσες (πρβλ. αγγλ. chrysanthemum)).