χαλκάς

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκάς Medium diacritics: χαλκάς Low diacritics: χαλκάς Capitals: ΧΑΛΚΑΣ
Transliteration A: chalkás Transliteration B: chalkas Transliteration C: chalkas Beta Code: xalka/s

English (LSJ)

χαλκάδος, ἡ, = χρυσάνθεμον, Ps.-Dsc.4.58.

German (Pape)

[Seite 1329] άδος, ἡ, ein Kraut, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκάς: -άδος, ἡ, = χρυσάνθεμον, Διοσκ. 4. 58.

Greek Monolingual

-ᾶ, ὁ, Α
ο χαλκεύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκός + κατάλ. -ᾶς, που απαντά συν. σε ον. τα οποία δηλώνουν επάγγελμα (πρβλ. κλειδᾶς)].
(I)
ο, Ν
1. μεταλλικός κρίκος
2. δαχτυλίδι
3. ρόπτρο πόρτας
4. στον πληθ. οι χαλκάδες
τα δεσμά («του πέρασαν χαλκάδες»)
5. φρ. «φορώ χαλκά» — παντρεύομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. τουρκ. halka «δαχτυλίδι» < χαλκός.
(II)
-άδος, ἡ, Α
το φυτό χαλκάνθεμον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκός + επίθημα -άς, -άδος (πρβλ. θαμνάς)].