χρυσεργής
English (LSJ)
χρυσεργές, made of gold or made with gold, ἱμάτιον Tz.H.3.980.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσεργής: -ές, εἰργασμένος, πεποιημένος ἐκ χρυσοῦ, ἱμάτιον Τζέτζ. Ἱστ. 3. 980.
Greek Monolingual
-ές, Μ
1. κατασκευασμένος από χρυσό
2. χρυσοστόλιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -εργής (< ἔργον), πρβλ. πυροεργής].