χρυσοστόλιστος
From LSJ
Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf
Greek Monolingual
-η, -ο / χρυσοστόλιστος, -ον, ΝΜ χρυσοστολίζω
στολισμένος με χρυσάφι, χρυσοποίκιλτος (α. «χρυσοστόλιστη οροφή» β. «χρυσοστόλιστος ἐκκλησία», Ύμν.).