χρυσοϋφής
English (LSJ)
[ῠ], ές, interwoven with gold, χιτῶνες Callix.2, Hdn. 5.3.6, cf. Chares 4J.; τήβεννα Ptol.Euerg.3J.; μίτραι D.S.5.46.
German (Pape)
[Seite 1382] ές, = Vorigem; Chares bei Ath. 538 d; Hdn. 5, 3,12, u. a. Sp.
Russian (Dvoretsky)
χρῡσοϋφής: златотканный или шитый золотом (μίτρα Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσοϋφής: -ές, = τῷ προηγ., Καλλὶξ παρ’ Ἀθην. 196F, Διόδ. 5. 46· τὰ χρυσοϋφῆ Χάρης παρ’ Ἀθην. 538D.
Greek Monolingual
-ές, ΜΑ, και χρυσυφής και χρυσοφής Μ
ο χρυσοΰφαντος
μσν.
μτφ. (για λόγο) περίτεχνα διατυπωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -υφής (< ὕφος «ύφασμα»), πρβλ. λεπτοϋφής].