χρυσόγλυφος

English (LSJ)

χρυσόγλυφον, gloss on χρυσοτόρευτος, Hsch., Suid.

German (Pape)

[Seite 1380] = χρυσοτόρευτος, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσόγλῠφος: -ον, = χρυσοτόρευτος, Συλλ. Ἐπιγρ. 1152. 14, Ἡσύχ., Σουΐδ.

Greek Monolingual

-ον, Α
χρυσοτόρευτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -γλυφος (< γλύφω), πρβλ. δουρατόγλυφος].