χρυσόζωνος

English (LSJ)

χρυσόζωνον, with girdle of gold, Hes.Fr.278.4.

German (Pape)

[Seite 1380] mit goldenem Gürtel; Lycophr. 1327; poet. bei Schol. Pind. N. 3, 64.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσόζωνος: -ον, ὁ ἔχων χρυσῆν ζώνην, Ποιητὴς παρὰ τῷ Σχολ. Πινδ. Ν. 3. 64.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που φορεί χρυσή ζώνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -ζωνος (< ζώνη), πρβλ. πορφυρόζωνος].