χρυσότυπος

English (LSJ)

χρυσότυπον, wrought of gold, κρᾶνος E.El.470 (lyr.); φιάλη Critias 2.8 D.

German (Pape)

[Seite 1382] von Gold geschlagen, gearbeitet, φιάλη Critias bei Ath. I, 28 c.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
fait d'or battu.
Étymologie: χρυσός, τύπτω.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσότῠπος: сделанный (выкованный) из золота (κράνος Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσότῠπος: -ον, εἰργασμένος ἐκ χρυσοῦ, κρᾶνος Εὐρ. Ἡλ. 470· φιάλη Κριτίας 1.7.

Greek Monolingual

-ον, Α
κατασκευασμένος από χρυσό («χρυσοτύπῳ κράνει», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -τυπος (< τύπτω «χτυπώ»), πρβλ. χαλκότυπος].

Greek Monotonic

χρῡσότῠπος: -ον (τύπτω), κατεργασμένος από χρυσό, σε Ευρ.

Middle Liddell

χρῡσό-τῠπος, ον, τύπτω
wrought of gold, Eur.