χρυσόχροος

English (LSJ)

χρυσόχροον, heterocl. acc. -χρόα, gold-coloured, AP9.525.

German (Pape)

[Seite 1383] zsgzgn χρυσόχρους, ουν, goldfarbig; acc. χρυσόχροα von Apollo in einem Hymn. (IX, 525).

Russian (Dvoretsky)

χρῡσόχροος: стяж. χρῡσόχρους 2 златоцветный, лучезарный (Ἀπόλλων Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσόχροος: -ον, συνῃρ. -χρους, ὁ ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ χρυσοῦ, Ἀνθ. Π. 9. 525.

Greek Monotonic

χρῡσόχροος: -ον, συνηρ. -χρους, -ουν, χρυσόχρωμος, σε Ανθ.