χρωμοπρωτεΐνη

Greek Monolingual

η, Ν
(βιοχ.) έγχρωμη πρωτεΐνη, της οποίας η προσθετική ομάδα περιέχει, γενικά, ένα μεταλλικό στοιχείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chromoprotein (< χρώμα + πρωτεΐνη)].