χρύσοπλος

English (LSJ)

[ῡ], ον, with golden armour, Tz.H.10.435.

Greek Monolingual

-ον, Μ
οπλισμένος με χρυσά όπλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -οπλος (< ὅπλον), πρβλ. κεραύνοπλος].