χρώμιο

Greek Monolingual

το, Ν
χημ. μεταλλικό χημικό στοιχείο με σύμβολο Cr και ατομικό αριθμό 24, που ανήκει στην ομάδα VIb τών στοιχείων μετάπτωσης του περιοδικού συστήματος και έχει μεγάλη βιομηχανική σημασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. chrome < χρώμα. Η λ., στον λόγιο τ. χρώμιον, μαρτυρείται από το 1807, στον Θ. Ηλιάδη και οφείλεται στο γεγονός ότι οι ενώσεις του στοιχείου αυτού παρουσιάζουν ποικίλους χρωματισμούς].