v. χρή.
χρῆν:I1 ( = ἔχρην) impf. к χρή;2 ( = χρῆναι) inf. к χρή.II τό indecl. χρή рок, неизбежность, судьба (πότερα τὸ χ. σφ᾽ ἐπήγαγ᾽ ἀνθρωποσφαγεῖν; Eur.).
(see also χράω): reply