χυλοποίηση
Greek Monolingual
χυλοποίηση, η / χυλοποίησις, -ήσεως, ΝΜΑ, και μτγν. τ. χιλοποίησις Α χυλοποιῶ
μετατροπή τών τροφών σε χυλό κατά τη διαδικασία της πέψης
νεοελλ.
πολτοποίηση.
χυλοποίηση, η / χυλοποίησις, -ήσεως, ΝΜΑ, και μτγν. τ. χιλοποίησις Α χυλοποιῶ
μετατροπή τών τροφών σε χυλό κατά τη διαδικασία της πέψης
νεοελλ.
πολτοποίηση.