Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
χυλοποιώ
Greek Monolingual
χυλοποιῶ, -έω, ΝΜΑ, και μτγν. τ. παθ. χιλοποιοῦμαι, -έομαι, Α μεταβάλλω σε χυλό κατά την πέψη νεοελλ. πολτοποιώ αρχ. παθ. μετατρέπομαι σε χυλό. [ΕΤΥΜΟΛ.<χυλός+ -ποιώ].