πέψη
From LSJ
Λύπην γὰρ εὔνους οἶδε θεραπεύειν λόγος → Sanare luctum scit benevola oratio → Betrübnis weiß zu heilen ein geneigtes Wort
Greek Monolingual
η / πέψις, -εως, ΝΜΑ πέσσω
ο μετασχηματισμός τών τροφών σε απλές χημικές ουσίες, ικανές να διεισδύσουν στο εσωτερικό περιβάλλον, δηλαδή στο αίμα ή στη λέμφο ενός οργανισμού
αρχ.
1. η ωρίμαση, το να γίνουν οι καρποί μαλακότεροι, κυρίως με την επίδραση του ήλιου και της θερμότητας («α. πέττει δ' ἡ θερμότης», Αριστοτ
β. «πέπανσίς ἐστι πέψις τις», Θεόφρ.)
2. το μαγείρεμα της τροφής
3. (για κρασί) η ζύμωση
4. ιατρ. α) η πράυνση τών χυμών, το να μαλακώνουν οι δριμείς χυμοί και να εκκρίνονται
β) η έκκριση ως λειτουργία ωρίμασης του οργανισμού
5. μτφ. η κατανόηση, το να καταλάβει κανείς κάτι.