χυμοτόπιο

Greek Monolingual

το, Ν
βοτ. το κενοτόπιο τών φυτικών κυττάρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χυμός + τόπος. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. vacuole].