κενοτόπιο

From LSJ

ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → silence is evidence of unwillingness (Menander)

Source

Greek Monolingual

το
(βιολ.-βοτ.) αδρανές έγκλειστο του ζωντανού κυτταροπλάσματος που περιβάλλεται από μεμβράνη και που περιέχει σε υδάτινο διάλυμα διάφορες ουσίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο)- + -τόπιον (< τόπος). Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. vacuole].