κενοτόπιο
From LSJ
Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn
Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn
το
(βιολ.-βοτ.) αδρανές έγκλειστο του ζωντανού κυτταροπλάσματος που περιβάλλεται από μεμβράνη και που περιέχει σε υδάτινο διάλυμα διάφορες ουσίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο)- + -τόπιον (< τόπος). Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. vacuole].