χωνεῖον

English (LSJ)

τό,
A funnel, Archig. ap. Gal.12.822, Alex.Aphr.Pr.2.3.
2 = χωνευτήριον, interpol. in Suid.

German (Pape)

[Seite 1386] τό, = χωνευτήριον. – Auch = χώνη, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

χωνεῖον: τό, χωνευτήριον, Ἀλεξ. Ἀφρ. 2. 3. 2) = χώνη.

Greek Monolingual

τὸ, Α
βλ. χωνί.