χωνί

From LSJ

τὰ ὑπὸ ἐμοῦ διδόμενα τεθήσεται ἐν τῷ ἱερῷ → what I give will be put in the temple

Source

Greek Monolingual

το / χωνίον, ΝΜΑ, και χουνί Ν, και χωνεῖον Α χώνη
υποκορ. μικρή χοάνη για μετάγγιση υγρών
νεοελλ.
1. καθετί που έχει το σχήμα του παραπάνω αντικειμένου
2. κοίλο αντικείμενο σε σχήμα κώνου με στενό στόμιο που χρησιμεύει ως τηλεβόας
3. (στον Ερωτόκρ.) το χωνοειδές τμήμα του τόξου το οποίο δέχεται το βέλος κατά τη στιγμή της εκτόξευσης
4. είδος πρόχειρης χάρτινης σακούλας σε χωνοειδές σχήμα
5. κοιλότητα γης με χωνοειδή μορφή
αρχ.
χωνευτήριο, χυτήριο.