χωριστικός

English (LSJ)

χωριστική, χωριστικόν, separative, only in Adv. χωριστικῶς, Gal.19.466.

Greek (Liddell-Scott)

χωριστικός: -ή, -όν, ὁ πρὸς χώρισιν ἐπιτήδειος, Κλήμ. Ἀλεξανδρ. σ. 804, Γεωργ. Πισίδ. Ἑξαήμ. 1421, κλπ. - Ἐπίρρ. -κῶς, Γαλην. τ. 19, σ. 466, 15.

Greek Monolingual

-ή, -ό / χωριστικός, -ή, -όν, ΝΜΑ χωριστός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χωρισμό ή ο κατάλληλος για χωρισμό
νεοελλ.
ο υπαίτιος χωρισμού, αυτός που συντελεί στον χωρισμό, διασπαστικός («χωριστικό κίνημα» — πολιτικό και στρατιωτικό κίνημα που αποβλέπει στην αυτονόμηση ή την ανεξαρτητοποίηση τμήματος της πολιτείας στην οποία ανήκει)
αρχ.
γραμμ. (για ρήμα) αυτός που δηλώνει χωρισμό.
επίρρ...
χωριστικώς / χωριστικῶς, ΝΑ, και χωριστικά Ν
με χωριστικό τρόπο.