το, Νιατρ. όγκος που αναπτύσσεται από τα υπολείμματα της νωτιαίας χορδής, με κακή συνήθως πρόγνωση.[ΕΤΥΜΟΛ. < χορδή + κατάλ. -ωμα (πρβλ. χαίτη: χαίτωμα)].