χύλωση

Greek Monolingual

η / χύλωσις, -ώσεως, ΝΜΑ [[χυλῶ / -ώνω]]
1. η χυλοποίηση τών τροφών κατά την πέψη
2. πύκνωση ενός χυμού με βρασμό.