χύλωσις
From LSJ
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A converting into juice or chyle, χ. τῆς τροφῆς Plu.2.700b, cf. Gal.Nat.Fac.3.4, Thphr. HP 7.5.1.
2 thickening of a juice by decoction, Dsc.2.86, 109.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de réduire en jus ou de convertir en chyle.
Étymologie: χυλός.
Greek (Liddell-Scott)
χύλωσις: [ῡ], εως, ἡ, ἡ εἰς χυλὸν μετατροπή, χ. τῆς τροφῆς Πλούτ. 2. 700Β, πρβλ. Schneid εἰς Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 7. 5, 1. 2) ἡ πύκνωσις ὀποῦ τινος διὰ βρασμοῦ, Διοσκ. 2. 108.
Russian (Dvoretsky)
χύλωσις: εως (ῡ) ἡ превращение в соки (τῆς τροφῆς Plut.).
German (Pape)
ἡ, das Verwandeln in Saft, das Ausziehen, Ausdrücken eines Saftes, das Verdicken eines Saftes, einer Feuchtigkeit, bes. durch Einkochen, Theophr. und andere Spätere, τῆς τροφῆς Plut. Symp. 7.1.