χῦμα

Greek (Liddell-Scott)

χῦμα: (χύμα παρ’ Ἡρῳδιανῷ καὶ Δράκ.), τό, ὡς τὸ χεῦμα, τὸ ἐκχεόμενον ἢ ἐκρέον, ῥευστόν, ὑγρόν, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19, 2, Διόδ. 17. 75· ἔτι καὶ χ. νιφάδος Ἀλκίφρων 1. 23· χυτός, ἐκ μετάλλου κατεσκευασμένος ἀνδριάς, Συλλ. Ἐπιγρ. 1570b. 50. 2) μεταφ., πλήμμυρα, ποσότης ἄμετρος Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. Β΄, 24) χ. καρδίας, μέγεθος καρδίας, μεγαλοψυχία, αὐτόθι (Γ΄ Βασ. Δ΄, 29). [ῠ κατὰ τὸν Δράκοντα, ὡς δεικνύει καὶ ἡ ἐκ τοῦ πρκμ. κέχῠμαι παραγωγή· ὅθεν ὁ τονισμὸς χῦμα νομίζεται ὑπό τινων πλημμελής, πρβλ. Ἕρμανν. εἰς Ὀρφ. Ὕμν. 10.22, - εἰ καὶ συχνάκις οὕτω φέρεται, πρβλ. Λοβεκ. Παραλ. 419].